- νησσίον
- νησσίον, τό, Dim. of νῆσσα,A PLond.ined.2181 (vi/vii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νησσίον — και αττ. τ. νηττίον, τὸ (Α) [νήσσα] μικρή πάπια, παπάκι … Dictionary of Greek